Η επιληψία είναι νόσος γνωστή από την αρχαιότητα. Υπάρχουν αναφορές τόσο σε αρχαία ελληνικά συγγράμματα (ως ιερή ή Ηράκλεια νόσος) αλλά και σε προγενέστερα συγγράμματα από την αρχαία Μεσοποταμία.
Πρόκειται ουσιαστικά για μία υπέρμετρη λειτουργία των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου, με παθολογικές εκ φορτίσεις οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την κλινική εκδήλωση μιας επιληπτικής κρίσης.
Παγκοσμίως νοσούν περίπου 50.000.000 άτομα, ενώ μπορούν να προσβληθούν όλες οι ηλικίες με μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης στα άκρα του ηλικιακού φάσματος, δηλαδή σε άτομα κάτω των 10 ετών και μεγαλύτερα των 65-70 ετών.
Η αιτιολογία της επιληψίας ποικίλει.
Ορισμένες φορές υπάρχει κάποιο γενετικό υπόστρωμα, σε άλλες μπορεί να οφείλεται σε κρανιο-εγκεφαλική κάκωση, σε όγκο εγκεφάλου, σε εγκεφαλικά επεισόδια, λοιμώξεις (π.χ. μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα), σε μεταβολικά αίτια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο.
Θα πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιο άτομο εμφανίσει μια επιληπτική κρίση στη ζωή του δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχει επιληψία. Εξάλλου έχει υπολογιστεί ένα ποσοστό περίπου 10% του πληθυσμού παγκοσμίως το οποίο θα κάνει για διάφορους λόγους μία και μόνο επιληπτική κρίση, χωρίς περαιτέρω συνέχεια.
Είναι επίσης σημαντικό να γίνει σωστή διάγνωση του όποιου «ύποπτου» επεισοδίου μια και υπάρχουν πολυάριθμες καταστάσεις που μιμούνται επιληπτική κρίση. Για παράδειγμα, καρδιολογικές αιτίες, ψυχογενείς καταστάσεις, διαταραχές ύπνου, διαταραχές σχετιζόμενες με ημικρανία κ.α.
Εφόσον τεθεί λοιπόν η διάγνωση της επιληψίας, υπάρχουν πολυάριθμες κατηγορίες φαρμάκων στη διάθεση του νευρολόγου που στόχο έχουν ο ασθενής να παραμείνει ελεύθερος κρίσεων, έτσι ώστε να έχει μια καλή ποιότητα ζωής. Συγκεκριμένα, για τις γυναίκες ασθενείς, θα πρέπει να τονιστεί πως με σωστή και στενή νευρολογική παρακολούθηση μπορούν ελεύθερα να τεκνοποιήσουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Δυστυχώς, το κοινωνικό στίγμα της επιληψίας είναι αυτό που ταλαιπωρεί περισσότερο τους ασθενείς, παρά η ίδια η νόσος. Είναι μείζονος σημασίας η σωστή ενημέρωση, η καλή σχέση ιατρού – ασθενή και οικογενειακού περιβάλλοντος έτσι ώστε να εξαλειφθούν τυχόν προκαταλήψεις και κοινωνικοί φραγμοί.