Η νόσος Parkinson ανήκει σε μία ευρεία ομάδα νοσημάτων που λέγονται εξωπυραμιδικά νοσήματα. Αν και πρόκειται για νόσημα της μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, κάποια περιστατικά εμφανίζονται πρώιμα και σε νεανικές ηλικίες.
Τα βασικά συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν τρόμο ηρεμίας, με έναρξη συνήθως ετερόπλευρη και στο άνω άκρο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί ή και να επεκταθεί και στο κάτω άκρα, στα χείλια, στη γλώσσα και στην κάτω γνάθο.
Ας σημειωθεί πως ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει συνδέσει τη νόσο με την ύπαρξη τρόμου, σε ένα ποσοστό 15% ο τρόμος δεν εμφανίζεται ποτέ.
Επίσης υπάρχει βραδύτητα στις κινήσεις, τόσο στην διάρκεια εκτέλεσης όσο και στην έναρξη τους ενώ, χαρακτηριστικά, οι ασθενείς δυσκολεύονται στις διαδοχικές κινήσεις.
Η δυσκαμψία είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα που οδηγεί τον ασθενή να λάβει μια χαρακτηριστική στάση. Το σώμα και το κεφάλι είναι σκυμμένα προς τα εμπρός, τα γόνατα κι οι αγκώνες ελαφρώς λυγισμένα, τα χέρια είναι κολλημένα στον κορμό και με ελαφρά στροφή προς τα έσω, ενώ το πρόσωπο είναι ανέκφραστο (σαν μάσκα).
Καθώς οι ασθενείς με Parkinson έχουν χάσει την ικανότητα των διορθωτικών αντανακλαστικών κινήσεων, εμφανίζουν έντονη αστάθεια και συχνές πτώσεις κάτι που επίσης δυσκολεύει, ιδιαίτερα, την καθημερινότητα τους.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα το βάδισμα των ασθενών να γίνεται με μικρά βήματα επιταχυνόμενα στην αρχή της κίνησης, σαν να «κυνηγούν το βήμα τους».
Η θεραπεία της νόσου στηρίζεται κατεξοχήν σε φαρμακευτική αγωγή με πληθώρα σκευασμάτων που σκοπό έχουν να χαρίσουν μια καλή ποιότητα ζωής για τους ασθενείς για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονιστεί πως κάθε πρωτοεμφανιζόμενος τρόμος δεν είναι απαραίτητα Νόσος Parkinson, μια και η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα νοσημάτων (όπως Parkinsonism – plus, ιδιοπαθής τρόμος, φαρμακευτικός παρκινσονισμός κ.α.), με διαφορετική θεραπεία και πρόγνωση.